ΛΕΥΚΑΡΑ

Τα Λεύκαρα είναι η πατρίδα του κυπριακού παραδοσιακού κεντήματος, του ονομαστού ¨λευκαρίτικου¨, που η φήμη του ξέφυγε από τα όρια της Κύπρου και έγινε γνωστό στις πιο πολλές χώρες της Ευρώπης και όχι μόνο.

Στην χειροτεχνία αυτή του κεντήματος και το εμπόριο του που άρχισε από τα τέλη του 19ου αιώνα και έφθασε στην ακμή του στις πρώτες δεκαετίες  του 20ου αιώνα, οφείλουν τα Λεύκαρα τον πλούτο και την ευημερία που πάντοτε τα διέκριναν.

 

Γεωγραφική θέση- Κλίμα- Πληθυσμός
Το χωριό  βρίσκεται στις ΝΑ υπώρειες της οροσειράς του Τροόδους σ΄ενα υψόμετρο 650 m , 45 km  από τη Λευκωσία, 30 km από το αεροδρόμιο Λάρνακος και μόνο12 km από τον αυτοκινητόδρομο  Λευκωσίας -Λεμεσού.

Δεν είναι τόσο μακρυά από τη θάλασσα, είναι όμως αρκετά ψηλά ώστε ο υγρός αέρας της θάλασσας να ξηραίνεται μέχρις ότου φτάσει ως το χωριό.

Έτσι η χαμηλή σχετική υγρασία τους μήνες Μάη-Οκτώβρη, σε συνδυασμό με τις μέτριες θερμοκρασίες που επικρατούν κάνουν τα Λεύκαρα εξαιρετικόν τόπο διαμονής την περίοδο του καλοκαιριού.

Ο πληθυσμός του χωριού που μετά τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο ξεπερνούσε τους 2500 κατοίκους σήμερα, λόγω της μετανάστευσης και της αστικοποίησης  δεν ξεπερνά τους 1000 κατοίκους, ανάμεσά τους και αρκετοί πρόσφυγες. 

Σημαντικός αριθμός λευκαριτών υπάρχει στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο, την Νότια Αφρική ακόμα και στην Αυστραλία.

Ιστορία
Το όνομα του χωριού Λεύκαρα οφείλεται στο χρώμα των ασβεστολιθικών πετρωμάτων που το περιβάλλουν: ¨Λευκά όρη= Λεύκαρα¨.

Από ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης φαίνεται πως η περιοχή των Λευκάρων κατοικείτο από αιώνες. Παρόλο δε που δεν υπάρχουν αποδείξεις  φαίνεται πώς  ο συνοικισμός μπορεί να άρχισε να δημιουργείται και ν’ αναπτύσσεται στη σημερινή του θέση κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών,μεταξύ 7ου και 9ου αιώνα μ.Χ . Κατά την περίοδο αυτή οι κάτοικοι του νησιού που ζούσαν στα παράλια αναγκάστηκαν λόγω των επιδρομών να μετακινηθούν προς το εσωτερικό ψάχνοντας για ασφαλέστερες τοποθεσίες εγκατάστασης.

Εντούτοις η πρώτη γραπτή ιστορική αναφορά για τα Λεύκαρα οφείλεται στη μεγάλη μορφή των κυπριακών γραμμάτων, τον Άγιο Νεόφυτο τον Έγκλειστρο, ο οποίος μας πληροφορεί ο ίδιος ότι γεννήθηκε στα Λεύκαρα το 1134. 

Κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας τα Λεύκαρα έγιναν η έδρα του Ελληνορθόδοξου επισκόπου Αμαθούντος, Λεμεσού και Κουρίου, μια από τις τέσσερις έδρες των ορθόδοξων επισκόπων. Αυτό συνέβη  ύστερα από παπική απόφαση η διοίκηση της εκκλησίας της Κύπρου να περιέλθει στα χέρια λατίνου αρχιεπισκόπου και οι ελληνορθόδοξοι επίσκοποι να υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν τις έδρες τους στις πόλεις και να εγκατασταθούν σε αγροτικές περιοχές.

Αργότερα κατά τη Ενετοκρατία ( 1489-1570 μΧ) τα Λεύκαρα αναφέρονται σαν καλοκαιρινό θέρετρον για τους ενετούς ευγενείς και τις οικογένειές τους.Μερικοί ερευνητές πιστεύουν ότι οι ρίζες του λευκαρίτικου κεντήματατος φτάνουν μέχρι την περίοδο αυτή και ότι οι κυρίες των ευγενών επηρέασαν σε κάποιο βαθμό την τεχνοτροπία των γυναικών των Λευκάρων.

Λέγεται, επίσης ότι ο μεγάλος καλλιτέχνης της Αναγέννησης, Λεονάρτο ντα Βίντσι επικέφθηκε την Κύπρο στα τέλη του 16ου αιώνα, ως φιλοξενούμενος της βασίλισσας της Κύπρου Αικατερίνης Κορνάρο και ότι επισκέφθηκε τα Λεύκαρα και αγόρασε ένα μεγαλο ολόπλουμο τραπεζομάντηλο που δώρησε στον καθεδρικό ναό του Μιλάνου.

Το 1570 οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κύπρο και σύμφωνα με δυτικές ιστορικές πηγές τα Λεύκαρα δήλωσαν υποταγή και εξασφάλισαν κάποια προνόμια από τους Τούρκους. Νεώτερα όμως στοιχεία που περιέχονται  στο λαϊκό ποίημα ¨Ο Θρήνος της Κύπρου¨ αλλάζουν εντελώς την εκδοχή αυτή και δείχνουν ότι η κωμόπολη στην οποία κατέφυγε άμαχος πληθυσμός  ήταν το πρώτο θύμα  της οθωμανικής επιδρομής και υπέστη σφαγές και λεηλασία.

Ένα άλλο αξιοσημείωτο γεγονός που πρέπει να συνέβη την περίοδο αυτή ήταν η εγκατάλειψη των μικρών συνοικισμών που υπήρχαν γύρω από τα Λεύκαρα, για λόγους ασφαλείας και η μετακίνηση των κατοίκων τους στο κύριο συνοικισμό των Λευκάρων.

Μερικά χρόνια μετά  την έλευση της  Αγγλοκρατίας το 1878 και συγκεκριμένα το 1883 τα Λεύκαρα ανακηρύσσονται μαζί με του Μόρφου ως οι πρώτοι αγροτικοί δήμοι της Κύπρου.

Η ίδρυση του Δημαρχείου υπήρξε καθοριστική στην εξέλιξη της κωμόπολης και συνέβαλε αποφασιστικά στην πρόοδο και ευημερία των κατοίκων. Θεσπίζονται μια σειρά κανονισμοί που βαζουν τάξη σε πολλά πράγματα στην κωμόπολη. Δημιουργείται σφαγείο, δημοτική αγορά, με ξεχωριστό κρεοπωλείο και χοιροπωλείο. Τοποθετούνται φανάρια για τον τοπικό φωτισμό και διορίζεται συνεργείο λυχναναφτών και οδοκαθαριστών. Αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της έλλειψης νερού, ενώ το 1934, ύστερα από σύμβαση του Δήμου με ιδιωτική εταιρεία εγκαθίσταται στα Λέυκαρα ηλεκτρογεννήτρια που τροφοδοτεί όλα τα σπίτια με ηλεκτρισμό.Το 1938 αποκαθίσταται και τηλεφωνική σύνδεση με τη Λάρνακα.

Η λαϊκή αρχιτεκτονική
Στο νότιο χαμηλότερο σημείο του χωριού είναι μια βρύση με νερό όλο το χρόνο. Η Πηγή ή πηή, όπως την αποκαλούν οι χωριανοί. Το χωριό πρέπει νάρχισε να χτίζεται γύρω από τη βρύση αυτή. Η περιοχή της Πηγής δηλαδή πρέπει να αποτέλεσε τον πυρήνα του πρώτου οικισμού. 

Τα σπίτια μέχρι σήμερα στέκουν παλαιϊκά αμφιθεατρικά κτισμένα γύρω από τη ζωοδότρα πηγή. Από την πηγή ανεβαίνουν οι δρόμοι προς τα πάνω παρακολουθώντας οργανικά τις κλίσεις του εδάφους.Πλακόστρωτοι όλοι συνταιριάζουν με τους πέτρινους τοίχους και τα παλιά καλτερίμια. Οι δρόμοι είναι στενοί και πολύ συχνά καταλήγουν σε αδιέξοδα με τα μπαλκόνια τόσο κοντά το ένα στο άλλο που φαίνονται σαν να αγγίζουν.Λένε πώς όταν ήταν να χαράξουν ένα δρόμο, το άνοιγμά του το καθόριζαν με βάση αν χωρούσε να περάσει ένα ζώο φορτωμένο μ’ένα σακκί χαρούπια.

Η συγκρότηση του οικισμού χαρακτηρίζεται από πυκνή δόμηση και πλήρη εσωστρέφεια των σπιτιών. Η ζωή εξελισσόταν στις πίσω αυλές και όχι στους δρόμους. Οι θύρες στα ξωπόρτια των παλιών σπιτιών με το υπέρθυρο είναι πελώριες ώστε να επιτρέπουν την άνετη είσοδο στα φορτωμένα ζώα του γεωργού και οδηγούν αμέσως στο εσωτερικό ηλιακό.Εδώ υπάρχουν ένα σωρό βοηθητικά. Ο φούρνος, το φουρνούδι, η γάστρα για το πλύσιμο, το πιθάρι με τα κάρβουνα, ο σταμνοστάτης, κάποτε ξύλινος, άλλοτε σε πεζούλι με ημικυκλική καμάρα.

Ακολουθεί ύστερα η εσωτερική αυλή, ολοπράσινος κήπος με το βασιλικό και τις μπεκόνιες. Ύστερα το ¨παλάτι¨, το δίχωρο που λένε αλλού, μεγάλο άνετο δωμάτιο που χρησίμευε και ως υπνοδωμάτιο  αλλά και ως τραπεζαρία ή και αποθήκη για τον καρπό.

Πολύ εντυπωσιακό στοιχείο στην κατασκευή των σπιτιών στα Λεύκαρα είναι η καμάρα. Είτε είναι στις προσόψεις των σπιτιών, είτε είναι στο εσωτερικό τους, καλοδουλεμένες με ωραίες αναλογίες, στρογγυλές και κάποτε οξυκόρυφες, είναι επηρεασμένες, κατά τους ειδικούς, από φράγκικα και βενετσιάνικα πρότυπα.

Τα κεραμίδια εισήχθησαν στα Λεύκαρα στις αρχές του 20ου  αιώνα και καθώς ήταν πιο βολικά και στερεά επεκράτησαν.

Την δεκαπενταετία 1920-1936 που ήταν η εποχή της ακμής στα Λεύκαρα, λόγω του εμπορίου του κεντήματος, αρχίζουν να χτίζονται μια σειρά από αρχοντικά που ανήκουν κυρίως σε κεντηματέμπορους. Και τούτα είναι κτισμένα από πέτρα και κεραμίδι όμως το σχέδιο και η δομή τους είναι φερμένη από το εξωτερικό.

Κορυφαίο μνημείο της λαϊκής αρχιτεκτονικής στα Λεύκαρα είναι η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού που ανάγεται στον 14ον αιώνα. Ο Ναός έχει στο ανατολικό του τμήμα ρυθμό σταυροειδή με τρούλλο, ενώ το νεότερο τμήμα του είναι ρυθμού κυπριακού του 19ου αιώνα. Μεγάλης αξίας είναι το ξυλόγλυπτο εικονοστάσι του ναού που επιχρυσώθηκε το 1761. 

Η θρησκευτικότητα των κατοίκων συνέβαλε ώστε μέσα και έξω από το χωριό να ανεγερθούν κάπου δεκατέσσερα παρεκκλήσια, μερικά από τα οποία είναι έξοχα δείγματα βυνζαντινής αρχιτεκτονικής.

Το κέντημα
Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αρχίζει για  τα Λεύκαρα μια περίοδος ξεχωριστής σημασίας που έμελλε να διαδραματίσει ύψιστο ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη της κωμόπολης. Οι λευκαρίτες ανακάλυψαν ότι τα κεντήματα που οι γυναίκες του χωριού έκαναν ως τότε για την προίκα των θυγατέρων τους και για στόλισμα των σπιτιών τους, μπορούσαν να αποτελέσουν προσοδοφόρα πηγή πλούτου.Ένας αριθμός τολμηρών νέων των Λευκάρων με τη βαλίτσα στο χέρι σαλπάρουν για τη ξενιτειά. Κουβαλούν μέσα στη βαλίτσα τους τις περίφημες δαντέλες και τα θαυμάσια εργόχειρα κεντήματα που με μαεστρία και τέχνη κεντούσαν για αιώνες οι γυναίκες των Λευκάρων. Μέσα τους οι νέοι αυτοί έχουν όλο το εμπορικό δαιμόνιο του έλληνα κυπριώτη, όλο το σφρίγο της νιότης τους και τη δίψα για καλύτερη τύχη. Ταξιδεύουν στην Αλεξάνδρεια πρώτα, στη Σμύρνη και την Πόλη όπου ακμάζουν ελληνικές παροικίες. Ύστερα οργώνουν όλες τις χώρες  της κεντρικής Ευρώπης.

Το εμπόριο των κεντημάτων έδωσε σημαντική ώθηση στην εξέλιξη του ίδιου του κεντήματος. Με τη μεγάλη ζήτησή του όλο και περισσότερες γυναίκες ασχολούνται με το κέντημα που αρχίζει να γίνεται σοβαρή οικονομική πηγή για κάθε οικογένεια.Συμβάλλει επίσης αποφασιστικά στην οικονομική ανεξαρτοποίηση της γυναίκας που διαθέτει έτσι το δικό της κομπόδεμα.Η λευκαρίτισσα γυναίκα δεν χρειάζεται να ξενοδουλέψει για να συμβάλει στα οικονομικά της οικογένειας.Ούτε πάει στα χωράφια μια και το εισόδημα από τα κεντήματα είναι ικανοποιητικό με τo παραπάνω. Μπορεί μένοντας σπίτι, να κεντά, να ετοιμάζει το φαγητό της οικογένειας, να διαδραματίζει το ρόλο της ως μητέρας με τον καλύτερο τρόπο, αρχόντισσα στο σπίτι της.

Από την άλλη αυτοί οι νεαροί λευκαρίτες που τολμούσαν να ταξιδεύουν στην Ευρώπη χωρίς να γνωρίζουν παρά μερικές λέξεις από ξένες γλώσσες, με όλες τις δυσκολίες των ταξιδιών εκείνης της εποχής, κατάφεραν όχι μόνο να επιβιώσουν στο ξένο περιβάλλον αλλά αρκετοί από αυτούς κατάφεραν  να πλουτίσουν. Μένοντας χρόνια στο εξωτερικό δέχονται την επίδραση της ξένης κουλτούρας και επιστρέφοντας στη γενέτειρα φέρνουν μαζί τους όχι μόνο βιομηχανικά προϊόντα αλλά και νέες ιδέες. Αντιλαμβάνονται την αξία της μόρφωσης και στέλλουν τα παιδιά τους να φοιτήσουν σε ανώτερες σχολές και ακόμα τα παίρνουν μαζί τους, στην ξένην, να κάνουν πανεπιστημιακές σπουδές.

Γενικά οι κεντηματέμποροι των Λευκάρων έγιναν φορείς πολιτισμού και επηρέασαν θετικά την κοινωνική ζωή της κωμόπολης για δεκαετίες. 

Δίκαια λοιπόν θα μπορούσαν να θεωρηθούν η λευκαρίτισσα γυναίκα, η κεντήστρια, και ο λευκαρίτης έμπορος κεντημάτων, ο κεντητάρης, οι δυο σημαντικοί παράγοντες που με την καλιτεχνική αίσθηση η πρώτη και το εμπορικό δαιμόνιο ο δεύτερος κατέστησαν το λευκαρίτικο διεθνή πατέντα.

Βέβαια το εμπόριο του κεντήματος είχε και κάποιες αρνητικές συνέπειες. Συνέβαλε να γνωρίσουν οι Λευκαρίτες το εξωτερικό και οπωσδήποτε δεν είναι άσχετο με τη μαζική μετανάστευση των περιόδων 1920-30 και 1946-60.

Το ίδιο το λευκαρίτικο κέντημα θεωρείται ότι έφθασε, ως έργο τέχνης, στο ψηλότερο σημείο της τελειότητάς του την περίοδο 1920-1930 όταν σύμφωνα με ειδικούς θα μπορούσε να συγκαταλεχθεί ανάμεσα στα καλύτερα χειροτεχνήματα στον κόσμο. 

Η αργυροχοϊα
Εκτός από το κέντημα μια άλλη βιοτεχνία που ακμάζει εδώ και αρκετές δεκαετίες είναι η αργυροχοϊα. Η αργυροχοϊα στα Λεύκαρα είναι πιθανόν να εμφανίστηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Ακμάζει όμως στα μέσα του 20ου αιώνα χάρις στην οικογένεια Καλοπαίδη με μεγάλη παράδοση στην τέχνη. Φτιάχνονται δακτυλίδια, κουταλάκια, καπνιστηρομέρεχα κι’ ακόμα εκκλησιαστικά σκεύη, καντήλες,  εξαπτέρυγα, σταυροί και επαργυρώνονται ή επιχρυσώνονται  εικόνες και ευαγγέλια. Υπάρχουν μέχρι και σήμερα στο χωριό  μερικά άριστα εργαστήρια που επεξεργάζονται το ασήμι και κατασκευάζουν ωραιότατα καμνιστηρομέρεχα, αλλά και μικρα μπιμπελό για τους τουρίστες. 

Η Παιδεία
Το πρώτο αλληλοδιδακτικό σχολείο δημιουργείται στα Λεύκαρα το 1851 με φροντίδα της Εκκλησίας. Οι μαθητές ήταν ελάχιστοι και ο δάσκαλός τους δίδασκε ¨καλοηρίστικα¨ γράμματα και πώς να γράφουν τα γράμματα της αλφαβήτου πάνω στην άμμο.

Στις αρχές της αγγλοκρατίας βλέπουμε  να υπάρχει σχολείο με 96 μαθητές.
Ενώ το 1879, με φροντίδα ζεύγους δασκάλων από την Ήπειρο ιδρύεται το πρώτο παρθεναγωγείο. Η παράδοση τηρείται πια και τα επόμενα χρόνια. Έτσι το 1895 συνεχίζει να υφίσταται το παρθεναγωγείο και κάμνουν εντύπωση τα κομψά εργόχειρα που κάνουν οι μαθήτριές του.

Αναμφίβολα αυτά τα πρώτα σχολεία διήγειραν τη δίψα για μάθηση.Φύτεψαν τους πρώτους σπόρους της παιδείας και δημιούργησαν την παράδοση πάνω στην οποία θεμελιώθηκαν τα γράμματα στα Λεύκαρα στον 20ον αιώνα.

Το 1930 κτίζεται, με δωρεάν της Ένωσης Λευκαριτών Αμερικής, Σχολή που στην αρχή λειτούργησε ως Παρθεναγωγείο. Από το 1945 το κτήριο αυτό στεγάζει την Ανωτέρα Σχολή Λευκάρων που βαθμιαία γίνεται τετρατάξια Σχολή αναγνωρισμένη από το Υπουργείο Παιδείας της Ελλάδος. Το 1961 η Σχολή αναγνωρίζεται ως πλήρες εξατάξιο Ελληνικό Γυμνάσιο που γαλουχεί και μορφώνει μέχρι σήμερα τα αγόρια και τα κορίτσια  όχι μόνον των Λευκάρων αλλά ολόκληρης της Ορεινής και της μείζονος περιφέρεια των Λευκάρων.

Χάρη στο Γυμνάσιο αυτό εκατοντάδες νέοι της περιοχής μορφώθηκαν και αρκετοί από αυτούς κατέχουν σήμερα σημαντικές θέσεις στην κοινωνία της Κύπρου και στο εξωτερικό.
  


Τα Λεύκαρα ως τουριστικός προορισμός
Το περιβάλλον του χωριού είναι τόσο μεγάλο που να μην σε κάνει να πλήττεις, και τόσο μικρό που σου δίνει το αίσθημα πώς ζεις και κινείσαι διαρκώς μέσα στον αυλόγυρο μιας μεγάλης οικογένειας που όλοι σε χαιρετούν, σου μιλούν, επικοινωνούν μαζί σου με χίλιους τρόπους την κάθε στιγμή της ημέρας. 

Εκτός από την αξιόλογη αρχιτεκτονική του χωριού, την Εκκλησία και τα παρεκκλήσια μέσα στο χωριό, ο επισκέπτης μπορεί να δει την οικία Πάτσαλου που στεγάζει το Μουσείο λαϊκής τέχνης και φιλοξενεί έξοχα δείγματα κεντημάτων μερικά από τα οποία ανάγονται στον 19ον αιώνα. Η ίδια η οικία είναι χαρακτηριστικό δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα. 

Το τοπίο γύρω από τα Λεύκαρα είναι μεγαλόπρεπο. Στα βόρεια με φόντο την λοφοσειρά του ¨κάστρου¨με τις τραχειές κορυφές των γύρω λόφων. Στις υπώρειες του βουνού της Σωτήρας εκτείνεται η ορεινή κοιλάδα των Λευκάρων , αμφιθεατρικά, με την θάλασσα του Κίτίου ανατολικά στο βάθος του ορίζοντα.

Τη θέα αυτή μπορεί να την απολαύσει ο επισκέπτης από την κορυφή της Σωτήρας όπου μπορεί να φθάσει με ανάβαση 20 λεπτών από το τουριστικό μονοπάτι που κατασκευάστηκε τελευταία με φροντίδα του ΚΟΤ.

Από την ¨Πηγή¨ ξεκινά ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος που οδηγεί στο δίδυμο χωριό τα Κάτω Λεύκαρα. Μόλις 1 km  διαδρομή που μπορεί ο επισκέπτης να την διανύσει περπατητός απολαμβάνοντας το φυσικό τοπίο που αν είναι μάλιστα Άνοιξη είναι καταπράσινο με λογής λογιών λουλούδια. Οι ανθισμένες μυγδαλιές τον Φερβάρη και  οι χρυσομηλιές τον Απρίλη δίνουν ξεχωριστή νότα στο όλο σκηνικό. 

Στο έμπα του χωριού είναι το ξωκλήσι του Άη-Τιμόθη και πιο κάτω το μεγαλύτερο εκκλησάκι του αρχάγγελου Μιχαήλ με τοιχογραφίες στο εσωτερικό του και τα δυο έξοχα δείγματα βυζαντινής αρχιτεκτονικής.

Κατηφορίζοντας προς βορρά το δρόμο που οδηγεί στον Κόρνο και παίρνοντας το μονοπάτι  που υπάρχει  σην έξοδο του χωριού, σε είκοσι λεπτά αντικρύζει κανένας το ξωκλήσι της Αγίας Μαρίνας, απ΄όπου μπορεί να απολαύσει έξοχη θέα  και να δροσιστεί με το τρεχούμενο ελαφρό νερό της πηγής της. Σίγουρα αποτελεί  κατάλληλο μέρος για εκδρομές. Πέντε λεπτά ανατολικότερα είναι το βυζαντινό εκκλησάκι της Παναγίας της Λιβαδιώτισσας. Κάτω από δω βρίσκεται ο οβελίσκος που λέγεται Κούρβελλος, ένας θεόρατος βράχος ως 40 m ύψος που θυμίζει Μετέωρα και που σίγουρα θα ενδιέφερε τους γεωλόγους.

Ως 4 km προς την ίδια διεύθυνση βρίσκεται ο υδατοφράκτης των Λευκάρων, ένας από τους μεγαλύτερους στην Κύπρο με χωρητικότητα 14 εκ. περίπου κυβικά μέτρα νερού. Σε χρονιές με κανονική βροχόπτωση συγκεντρώνει ως 6 εκ. κυβικά μέτρα νερού και το όλο τοπίο του θυμίζει έντονα ελβετικές λίμνες ή νορβηγικά φιόρδ. 

Στα νερά του μπορεί κάποιος να ψαρέψει πέστροφες ή κυπρίνους και στους γύρω λόφους να αναζητήσει ματσικόριδα και μυροφόρες. Τη Δευτέρα της ¨καθαρής¨  εκατοντάδες κόσμος έρχεται δω να «κόψει τη μούττη της Σαρακοστής».

Ένα χιλιόμετρο προτού φθάσεις στα Λεύκαρα είναι το σταυροδρόμι απ’όπου μπορείς να πάρεις το δρόμο προς τον Κάτωδρυ, τη Βάβλα και άλλα χωριά της ορεινής. Μόλις 
4 km από δω είναι ο Κάτωδρυς που παρουσιάζει ενδιαφέρον από πλευράς λαϊκής αρχιτεκτονικής και διαθέτει και Μουσείο λαϊκής τέχνης. Στην είσοδο του χωριού είναι  ένας πελώριος αιωνόβιος πλάτανος με παχειά σκιά, θαυμάσιο μέρος για καφέ και ξεκούραση. Προχωρώντας άλλα 4 km από το Κάτωδρυ φτάνεις στο γυναικείο μοναστήρι του Αγίου Μηνά μα θαυμάσια αρχιτεκτονική, παλιά εκκλησιά και θερμή φιλοξενία από τις καλόγριες. Βυζαντινή μυσταγωγία η λειτουργία τις Κυριακές και τους εσπερινούς με την μουσικότητα της γυναικείας ψαλμωδίας.  

Δεν θα το πίστευε κανένας πώς τόσο κοντά στα Λεύκαρα, μόλις 20 km ΒΔ υπάρχει ένα άλλο Τρόοδος. Και όμως ανηφορίζοντας τον δρόμο προς τη Βαβατσινιά, αν είναι μάλιστα Φερβάρης μπορεί κάποιος να απολαύσει και το θέαμα του κάμπου με τις ανθισμένες αμυγδαλιές, φθάνει ύστερα από 40 λεπτά με το αυτοκίνητο στα Κιόνια, την πιο ψηλή κορφή της ανατολικής οροσειράς του Τροόδους.Πυκνά δάση πεύκης, ανοικτό τοπίο και τρεχούμενο νερό θα βρει εδώ.

Στο δρόμο προς τη Βαβατσινιά, ωραίο ορεινό θέρετρο, αν λοξοδρομήσεις ,πριν το χωριό, προς τα ανατολικά, παίρνοντας το δασικό δρόμο προς Λιθροδόντα, εισέρχεσαι σε ένα από τα πιο όμορφα δάση της Κύπρου, άγνωστο στους πολλούς και φθάνεις σε 15 λεπτά στο παλιό μοναστήρι του προφήτη Ηλία. Κοντά κρύα βρύση με νερό κρυστάλλινο και στα πόδια σου ν΄απλώνεται η κοιλάδα του Σιρκάτι και να λαμπυρίζει η επιφάνεια του νερού του υδατοφράκτη καθώς αντανακλά το φώς του ήλιου.

Ο χώρος προσφέρεται για θερινές κατασκηνώσεις ή ακόμα και για μικρό ξενοδοχείο.

Συμπερασματικά, μένοντας κανένας στα Λεύκαρα στο μικρό ξενοδοχείο  ¨Λευκαράμα¨ ή σε κάποιο από τα τουριστικά καταλύματα που τελευταία ανηγέρθηκαν  και έχοντας  ως βάση εξόρμησης το χωριό  θα μπορούσε να επισκεφθεί όλα αυτά τα αξιόλογα μέρη που περιγράψαμε , να έχει αξέχαστη διαμονή και να αποκομίσει θαυμάσιες εντυπώσεις.

Πληροφορίες Κατηγορία: Τοπική Αυτοδιοίκηση – Δήμοι
Υποκατηγορία:  Δήμοι Επαρχίας Λάρνακας


Τελευταία Ενημέρωση: 17/11/2014 4:08:22 μμ
Πύλη "Ενημέρωσέ με"  - Μια ολοκληρωμένη υπηρεσία προσωπικής και εξατομικευμένης ενημέρωσης
Αποποίηση

© Κέντρο Παραγωγικότητας Κύπρου 2014

         

Με τη συγχρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου της ΕΕ